- πονοκεφαλιάζω
- πονοκεφαλιάζω, πονοκεφάλιασα, πονοκεφαλιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… … Dictionary of Greek
πονοκεφαλιάζω — ιασα, και πονοκεφαλώ ησα 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον, ζαλίζω, σκοτίζω: Με πονοκεφάλιασε με τη φλυαρία του. 2. αμτβ., ενοχλούμαι πολύ, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Πονοκεφάλιασα με τα τηλεφωνήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονοκεφάλιασμα — το, Ν [πονοκεφαλιάζω] 1. μεγάλη ενόχληση που προέρχεται κυρίως από θόρυβο, ζαλάδα 2. σκοτούρα … Dictionary of Greek
πονοκεφαλώ — άω, Ν βλ. πονοκεφαλιάζω … Dictionary of Greek
σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… … Dictionary of Greek
πονοκεφαλώ — και πονοκεφαλιάζω 1. μτβ., ενοχλώ, σκοτίζω, στενοχωρώ κάποιον. 2. αμτβ., σκοτίζομαι, στενοχωρούμαι, ενοχλούμαι, ανησυχώ: Τι πονοκέφαλος για ξένες υποθέσεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)